- παράπτωσις
- παράπτωσιςfalling besidefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράπτωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [παραπίπτω] γραμματικό λάθος αρχ. 1. τό να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι 2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση 3. καταδίωξη 4. φρ. α) «ἡ τοῡ τόπου παράπτωσις» θέση κάποιου τόπου… … Dictionary of Greek
παραπτώσει — παράπτωσις falling beside fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραπτώσεϊ , παράπτωσις falling beside fem dat sg (epic) παράπτωσις falling beside fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώσεων — παραπτώσεω̆ν , παράπτωσις falling beside fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπτώσεως — παραπτώσεω̆ς , παράπτωσις falling beside fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράπτωσιν — παράπτω pres subj act 3rd pl παράπτωσις falling beside fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)